- ποικιλόθερμος
- -η, -ο, Ν1. (για ζώα) αυτός τού οποίου η θερμοκρασία μεταβάλλεται ανάλογα με τις μεταβολές τού περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλόθερμαβιολ. όρος που αναφέρεται σε όλα τα ασπόνδυλα και στα κατώτερα σπονδυλόζωα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poikilotherm (< ποικίλος + θερμός)].
Dictionary of Greek. 2013.